- σαπρόστομος
- σαπρό-στομος, ον,A with foul breath, Arist. ap. Stob.3.5.42.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαπρόστομος — with foul breath masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπρόστομος — ον, Α αυτός τού οποίου το στόμα αναδίδει δυσάρεστη οσμή, που πάσχει από κακοσμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό στομος, κακό στομος] … Dictionary of Greek